- σαφήνιση
- η, Ν [σαφηνίζω]αποσαφήνιση, διευκρίνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαφήνιση — η διευκρίνιση, ξεκαθάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαφηνίσῃ — σαφηνίζω make clear aor subj mid 2nd sg σαφηνίζω make clear aor subj act 3rd sg σαφηνίζω make clear fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)